- ὑποπομπή
- ὑπο-πομπή, ἡ, Leitung, Befehl
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
υποπομπή — ἡ, Α (ποιητ. τ.) προσταγή, διαταγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που απαντά στην δοτ. πληθ. ὑποπομπαῖς, πιθ. αντί τού ὑπὸ πομπαῖς] … Dictionary of Greek